Χέλμουτ Κώλ

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Τραγουδιάρης.


Αρέσκει μου η μουσική. Θεωρώ ότι εν ένα συμπλήρωμα στη ζωή. Κάτι που διά χρώμα. Ακούω ούλλα τα είδη μουσικής, εν πιο εύκολο να πω ποια δεν μου αρέσκουν παρά τζιήνα που μου αρέσκουν.

Είδος Α.
Καταρχήν ΜΠΟΥΖΟΥΚΚΟ-ΚΑΨΟΥΡΟ-ΤΣΙΗΦΤΕΤΕΛΟ-ΧΑΣΑΠΟ-ΣΕΡΒΙΚΑ και λοιπές τραγικοηχογραφημένες μαλακίες, που είναι σαν να ακούω κάποιον να πιάννει μια μάτσα σελίνια σύρνει τα  μέσα σε ένα όφκερο ττενεκέ τζιε σούζει τα ώσπου να γινούν αφρόγαλα.
Ντήρηρηρη ντήρηρη ντηντη, Ντήρηρηρη ντήρηρη ντηντη, Κατέβα απ'το τραπέζι μου μούλα μου γλυκιάααααααααααααα, τάραξε το πόιν σου πατάς την σιεφταλιά. 


Τζιε δώστου οι Κλαρινογαμπροί τζιε οι μπουζουκκογκόμενες, τζιε γαρύφαλλα.

Όπως ελάλεν τζιε ένας κάλτ αθλητικογράφος καλαμαράς "Πονάει το κεφάλι μου ΡΕΕΕΕΕΕΕΕΕ".

Ειδικά λαίβ "Νο,Νο,Νο ΝΟΟΟΟΟΟΟΟοοοοοοοοοοοοΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ".





Είδος Β.
Ήλιος.
Πυρά.
Δρώμα.
Τύμπανα.
Ταμπούρλα.
Μαράκες.
Τάνγκα.
Κώλος μες σε τάνγκα.
Ωραίος κώλος μες σε τάνγκα.
Ωραίος κώλος μες σε τάνγκα που σούζεται ασύστολα.
Προσπαθείς να τον παρακολουθήσεις
 τζιε ζαλίζεσαι.
"ΜΠΗΗΗΠ"
Α?
"ΜΠΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΠΠ"
Ποίος πεζεί πουρού?
"ΜΠΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΠΠ"
Μα ντα μπήπ τζιε μπήπ ρε κουμπάρε μαλάθκιανε.
"ΜΠΠΠΠΠΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΠ"
ΝΑ σου μπεί ρε μαλακισμένε. Αν έρτω τζιαμέ....

Φέφκει το βλέμα που τον κώλο τζιε πάει σε έναν έγχρωμο, δρωμένο με φουσκωμένα μάγουλα να φυσά μια κατσαμπούνα με μανία.
Ήβρες το, η λάτιν. ΔΕΝ την μπορώ, εκνευρίζει με. Εν ο λόγος που μισώ να φκαίνω έξω τα καρναβάλια. Τούτη η ππουστομουσική να παίζει στο πιο άχρηστο ηχοσύστημα που η τελευταία φορά που εδούλεψε ήταν σε γάμο στον Τρίκκη το 1990.
"τσχικ τσχικ τσχικ-τσχικ-τσχικ-τσχικ ΜΠΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ σιου σιου σιου-τσχικ-σιου-τσχικ-σιου ΜΠΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΠ"
Φάκ. 

Τούντη φορά εν έχω σελίνια τζιε τεννεκκέ.
Είμαι το σελίνι μες τον τενεκκέ.
Τζιαι ξαπολούν τον τενεκκέ που το άγαλμα με το Χεσούς με τα ανοιχτά σχιέρκα τζιε φτάνει τζιυλητό στην τελευταία φαβέλλα πουκάτω.


ΥΓ.: Ο Τσάκ Νόρρις πετάει μπουζούκια στα λουλούδια.
ΥΓ.: Ετραούδουν το "Μου πήρες όσα ζήτησες και δεν συζήτησες" σαν το έγραφα (δεν ξέρω πάρακατω).
ΥΓ:  ΕΝ ΠΟΛΛΑ ΚΑΛΟ GIF ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΝ ΤΟ ΒΑΛΩ

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

Μαργαρίτα.

Ήταν Οκτώβρης που σε ήβραμε τζιε μας ήβρες. Ήσουν μόνη σου τζιε έπαιζες στην άκρια του δρόμου χωρίς να καταλάβεις ότι σε εξαπολήσαν. Μόλις σου εφωνάξαμε ήρτες πρόθυμη. Ώσπου να σε φέρουμε σπίτι ελούθης του κλαμάτου. Άμα τζιε είδες που ήρτες άρκεψες μονομιάς εξερεύνηση. Να μπείς παντού , να τρυπώσεις όπου έσιει άνοιμμα να τα μυριστείς ούλλα, να τζιυλιστείς μες το χώμα. Όπου θέλεις να πάεις αλλά όι, όι μες το Δρόμο. Ούλλος ο τόπος δικός σου αλλά όι ο Δρόμος. Τον πρώτο μήνα εν σε εθέλαν εχτός εγώ τζιε ο Μ. Ήσουν μιτσιά τζιε κλαμούρα τζιε εν επαρέτας να ανακατώνεις. Εβάλαμεν σε μες την αποθήκη που ήταν μιάλη για σένα, τζιε είσιε τζιε σιήλια πράματα να παίξεις, να δακκάσεις, να μυριστείς αλλά μόλις άννοιε η πόρτα ένα χιλιοστό ήσουν τζιαμέ να πεταχτείς. Τζιε μόλις έκλειεν η πόρτα δώστου κλάμα. Εσυνήθισες όμως, γλήορα, έμαθες. Εν εξαναείδα πλάσμα να μαθαίνει τόσο γλήορα. Μια θκύο τρείς έπιανες το νόημα δίχως να σου δείξουν. Έκαμνες τζιε νάκκον της κκελές σου αλλά έτσι ένι οι καπάτσες. Μετά είσιες δικό σου κλουβί. Ώσπου να μάθεις ίνταλως πάει το πράμα εφοάσουν τζιε ετρώαν το φαί σου οι κάττοι. Μετά εθύμωνες τους, τελευταία έγινες πιο καλοσυνάτη, έπαιζες νάκκον πελλόν τζιε άφηνες τους τζιε ετρώαν τζιε τζιήνοι.
Εμιάληνες τζιε έμαθε να ππηδάς. Εθώρες πλάσμα να σου κοντέφκει, δώστου αππήημα. Να πεταχτείς να γλύψεις. Εκπαίδευσες τζιε τον Μ. όποτε αππήδας να σε πιάνει πάνω του όπως το μωρό.
Με μένα εκάμνετε αγάπες, με τον Μ. εβουρούσετε, με τον Σ. λλίο τρίψιμο, με την Ι. τίποτε, με την Κ. παιδεμός για να σου φωνάζει τζιε ύστερα να μερώνετε, με τον Α. ελευθερία τζιε υποταγή. Εμβόλια, κούρεμα, κόψιμο τα νύσια, κολλάρα, αλύσους, σπιτούι, τροφές ξανά εμβόλια, ξανά κούρεμα,ξανά κόψιμο τα νύσια πρωτόγνωρα πράματα για το σπίτι μας. "Εν χτηνό θέλει έτσι πράματα?" "Ε πατέρα το χτηνό πρέπει να εν υγιές, χαρούμενο, ευτυχισμένο." Σιγά, σιγά εκατάλαβε.Έκαμες τον τζιε εκατάλαβε. Είσιες υπομονή με ούλλους αλλά παραπάνω με τον γέρο. Έξερες ότι εν ο τρόπος του, εννά σε μάθει, εννά έρτει κοντά σου σιγά σιγά. Σχεδόν 2 χρόνια που ήσουν μαζί μας τζιε άλλαξες μας. Ήρταμε ούλλοι πιο κοντά, εμαλάθκιανε τζιε ο γέρος. Ήρτε τζιε ο τζιερός σου να κάμεις μωρά τζιε δώστου οι μνηστήρες που γυρώ να κοντέφκουν. Ακούσαμεν πως σε εκατάφερε ένας μιτσής μαυρής. Εν το ελαλούσαμεν φωναχτά αλλά ούλλοι εθέλαμεν να σε δούμε να κάμνεις μωρά.
Τζιε η σχέση με τον γέρο να φουντώνει. Κάθε μέρα γυρούς, περιπάτους όπου επίεννε είσιε σε που δίπλα. Ως τζιε μες το αυτοκίνητο έβαλλεν σε. Τζιε εσύ τζιαμέ ατάραχη, να σου δια ο αέρας μες τα μούτρα τζιε να το απολαμβάνεις. Εμάθετε τα χούγια ο ένας του άλλου τζιε εβρίσκετε τα. Εν τζιε ήβρε τα ποττέ με άλλο χτηνό.
Ώσπου προχτές την Τετάρτη εχάθηκες. Έφαν τους τόπους να σε έβρει. Αρώτησεν τους ούλλους αν σε είδαν. Εχτές που μου το είπε ότι εχάθης εξιππάστηκα. Έθελα να σσιήσω τον κόσμο να σε έβρω.
"Που εννά πάεις? Εγύρεψα παντού, εννάρτει που μόνη της, κάπου εννά σκάλωσε."
Επεράσαν πέντε μέρες, εν εσκάλωσες πούποτε κάτι κακό έγινε. Αρώτησαν τον άλλο που είσαι. Ήβρεν σε την προηγούμενη είπε εν ήσουν καλά. Άνοιξα την πόρτα τζιε έφυα. Έπρεπε να σε δω για να πιστέψω.Κάθε αυλάτζι εθώρουν μέσα να σε έβρω τζιε άμα εν σε έβρισκα εγίνετουν ούλλο τζιε σιειρόττερο το θέαμα που επίστεφκα ότι ήταν να έβρω μες την κκελέ μου. Επόνησα το στομάσιη μου. Τελικά ήβρα σε πας την άκρια του δρόμου. Εν τζιε εκαταλάβεσουν. Πρέπει να ήσουν μέρες τζιαμέ. Κάποιον αυτοκίνητο θα σου εχτύπησε. Εν εκαταλάβεσουν, μόνο το κολάνι σου. Έπια το δρόμο για το στραφί. Έδωκε μου ο αέρας μες τα μούτρα, είδα σε για μια στιγμή ομπρός μου να σου φυσά τζιε σένα ο αέρας, να μισοκλείεις τα μμάθκια σου τζιε το στόμα σου μισάνοιχτο,  τζιε εξαπολύθην η καρκιά μου.
Επήρεν σε τζιε σένα ο Δρόμος, όπως επήρεν τζιε τον Ντάνυ τζιε τον Φωστήρα τζιε ούλλα τα άλλα τα αθώα πλάσματα.

Που το είπαμε του γέρου  απάντησε μου εν πειράζει εννά έβρουμε άλλον τζιε γιατί εν σε έθαψεν κανένας. Είπα του να πάμεν να σε δούμεν τζιε είπε "Φύε ολάν που δαμέ." Έμαθες τον ως τωρά, επείραξεν τον πολλά.
Άλλαξες μας την ζωή μας, τες σχέσεις μας, που μόνη σου. Μακάρι η ψυσιή σου να βρει ανάπαυση.

Μαργαρίτα. 

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

Γιατί σε μισώ.

Hate group 1. Η χιππορεϊβού.
ΟΚ να κάμεις την μισή σου κκελέ ξανθή τζιε την άλλη μαύρη.
ΟΚ να τα κόψεις τα μαλλία σου σποντομοϊκάνα.
ΟΚ να εν τζιε ζαβό κομμένα.
ΟΚ να εν εφκαρμέννο τζιε τατουζαρισμένο το φρύδι.
ΟΚ να είσαι λλίο ασχημούλλα.
ΟΚ να είσαι 35+.
ΟΚ να φορείς χίππικο παρεό.
ΟΚ να φορείς τζιε εσού τζιε ο άντρας σου γυαλιά του ήλιου ως η ώρα 8 την νύχτα.
ΟΚ να μου το παίζεις χιππό ρεϊβού που είσαι μες τα πράματα τζιε ξέρεις τους ούλλους. 
Να μου γυρίζεις τούντες μαλακίες 


όποτε παίζει κανένα "μπιτάτο" κομμάτι τζιε τάχα μου να σούζεσε, πάει τζιε νάρτει.
Να παουρίζεις τον κοπελλουθκιών σου "εφκάτε που την θάλασσα τωρά!" σαν κάμνεις όλα τα πιο πάνω Ε ΟΙ. 
Τόση πολλή διασταύρωση "κοινωνικών" στερεοτύπων σε μόλις 2 λεπτά μόνο σε Κυπραίο το βρίσκεις. Εννά στρέψω ουράνια τόξα.
 
Hate group 2. Ο γορίλλας.Νομίζω εξεκίνησες γυμναστήριο. Μπράβο σου. Κάμνεις μόνο στήθος όμως τζιε φένετε. Επετάχτην το βυζί σου να μου φκάλει το μάτι μου. Από χέρι τίποτε όμως. Ούτε το γεγονός ότι παρπατάς με ανοιχτά τα "φτερά" σου βοηθά. Κάτσε να ξαναδώ, ε πελλέ ούτε πόθκια κάμνεις. Τζιε το speedo σου πάλε δεν βοηθά. Χώνει τες ενέσεις, διαγράφει τα πιθκιάβλια που έσχεις για πόθκια. 
Να κουρεύκεσε κκέλης τζιε να μιλάς βραχνά προκαλώντας ούλλο το κόσμο να σου τζιήσει ή τζιήζοντας του εσύ, εν σε κάμνει δημοφιλή. Ούτε θέλουν ούλλοι να σου μιλήσουν. Ούτε με το μολίς φκείς που τη θάλασσα να μεν σκουπίζεσε αλλά να πηένεις τζιε να στέκεσε μες τον κόσμο τζιε να ποτινάσσεσαι εννά κάμεις νέους φίλους. 
Για τέλος το "Συγνώμη,να περάσω" εν πλάσμα που σου του είπε. Αν όπως είσαι κάποια στιγμή δεχτείς αγνώστου προελεύσεως  αγκωνιά μεν απορήσεις. Κόψε το φάρμακο τζιε εννά ανακαλύψεις ένα "νέο" κόσμο.


ΥΓ 1:Γίνετε να μεν φκαίνει τούτος ο τύπος μες το image search μου?


ΥΓ 2: Αν έχεις απορίες για τον τύπο από πάνω λαλούν τον Σάσια είναι Ρώσσος και δυστυχώς για τις ελεύθερες είναι παντρεμένος. Πιο κάτω φώτο από την δεξίωση.

Στιγμιότυπο από το γάμο.
Για περισσότερες φώτο από το γάμο και πιο προσωπικές εδώ.

Τετάρτη 14 Αυγούστου 2013

Ξαπόλυμα

Είσχε του γυρισμένη ράσιη.
Τίνγκ, τίνγκ, τίνγκ.
Εφάκκαν η βέρα πας τα πορσελάνινα.Επλύννησκε τα πιάτα τζιε άκουε τον.
Ο μιτσικουρής της εμυάλινε τζιε έφκαλλεν τζιε λόον. Που τζιερός.

- Εβαρήθηκα τους ούλλους, εν τους αντέχω. Ο ένας φωνάζει κάμε έτσι, ο άλλος μουλωχτός καθίσκει σου την μόλις κλώσεις, οι άλλοι απειλούν σε να σε κουπανήσουν. Εννά κάμω έκρηξη.

Εχαμογέλασε περήφανα. Ευτυχώς που εν την εθώρε να πάρει πάνω του.
"Λεβέντης, άδρωπος εγίνηκεν, ανησυχά για τα γυρώ του, αποφασίζει μόνος του."

- Μεν αγχώννεσε γιέ μου κάμε υπομονή. Λλίος τζιερός έμεινε.

"Λλίος τζιερός τζιε εννά ανοίξεις τα φτερά σου τζιε εσού. Να πάεις να φάεις τον κόσμο, να νεκατώσεις μες τες πιο καλά χωσμένες χώστρες του, να βουτηχτείς με τα πιο βαθκιά νερά, να πκιείς που τες πιο απόκρημνες πηγές του, να δοκιμαστείς τζιε να δοκιμάσεις. Να ανοίξεις τα ρουθούνια σου τζιε να γεμώσεις το πλατύ σου θώρακα με ούλλες τες μυρωθκιές πέρκει μου χορτάσει το σκουλούτζι που σε τρώει, πέρκει μου έβρεις παμόν, πέρκει μου ησυχάσεις."

- Έννεν ο τζιερός μανά. Εν τα πλάσματα. Εν τους κάμνω ζάφτι.
- Εν τζιε τζιήνοι πλάσματα γιέ μου, όπως ούλλοι μας, υπομονή τζιε εννά έβρεις άλλα.

"Ησύχασε γιόκκα μου. Εμηάλινα σε ως δαμέ καρτέρα αλλό νάκκουριν. Εννά πάεις να τα δείς ούλλα τζιε μετά να ρτείς να μου τα πείς, να με πιάεις που το σιέρι να μου τα δείξεις όσα επιάν τα που λλόου μου τον τζιερό που ήταν τζιε μένα το γυρί μου."

- Πόσην υπομονή μανά, πόσην, επόνησα την κκελέ μου, εννά πεταχτούν τα μμάθκια μου πόξω.

Κλωτσά την πόρτα τζιε ππουνιαρίσκει τον τοίχο. Ακούει τα δαχτύλια του που τσακρούν που την δύναμη, ππέφτει της το ποτήρι.

- Είσαι καλά μανά? Εκόπηκες?
- Είμαι καλά γιέ μου εν έχω τίποτε, εσυντρομάχτηκα λλίο.

Εποστάθηκε.Εποστάθηκε να τον βουρά πουπίσω να τον συγκρατά. Το ηφαίστειο, την έκρηξη, την φωθκιά που ήσιε μες την τζοιλία του, που του έκρουζε τα βλαντζιά του έξερε την, τζιείνη τον εγέννησε. Έξερε τζιε πόθθεν επήρεν, ήσιε την φωθκιά τζιε τζιείνη. Έμαθε τζιε έλεγχε την δικήν της, με το έτσι θέλω έμαθεν, ήσιε πιο μιάλη φωθκία που πάνω της ξαπόλυτη. Τζιε κάθε μέρα επροσπάθαν να το μάθει τζιε του μιτσή. Να μεν την αφήνει ξαπόλυτη, να ξησιυλά τζιε να τους κρούζει ούλλους. Να την αφήνει μέσα να τον κρούζει τζιήνο τζιε να συνηθά. Να την φκάλλει με λόγια τζιε μορφασμούς όι με ξύλο. Αλλά τωρά εγίνην άδρωπος, εν τζιε τραφκιέτε πίσω.

- Μόλις τελειώσουν τούτα ούλλα εννά σηκωστώ να φύω μανά.
Εν απάντησε. Εκαρτέραν το.
- Να πάεις γιέ μου, να πνάσεις. 

" Να γλέπεις την φωθκιά σου γιέ μου όπως σου έμαθα, να μεν κρούζεις πλάσματα που εν πιο μιτσιά σου, να μεν κρούζεις πλάσματα που εννά σε κρούσουν πίσω. Βάρτο νου σου να δουλέψει να μάθεις οί να κάψεις, βάρτα σιέρκα σου να πιαστούν να κρεμμαλιστούν οί να δέρουν, βάρτα πόθκια σου να σε σηκώσουν πιο ψηλά όι να σε βουρούν να γλιτώσεις, βάρτην ράσιη σου ποκούμπι για τους αδύναμους όι αντρόσιη εις τα όνειρα σου".

- Εν θα πνάσω μανά.Εν θα ξανάρτω.
Ελούθην του κλαμάτου αλλά εν έφκαλε άχνα. Είσιε του γυρισμένη ράσιη αλλά εκατάλαβε το.
- Εν φεφκώ που λλόου σου μανά, φέφκω που τούντον τόπο. Εν με σηκώννει πιον.

Έπιαν την μες την αγκάλην του. Ένωσεν τα σιέρκα του που της εφατσιήσαν γυρόν. "Τούντο μιτσήν το σπορίν που εβάσταν με που το φουστάνι να περπατήσει, πότε εμηάλινεν έτσι."
Έβραζεν το στήθος του, έβραζεν η τζιοιλιά του. Αλλά η πυρά της εν την έκρουζε, ήταν καλωσόρισμα, ήταν θαλπωρή, ήταν καθυσήχασμαν. Είδεν τον μες τα μάθκια, μίαλα σαν τα δικά της, τζιε τζιαμέ εφένετουν η φωθκιά του, μιάλη, τεράστια αλλά χωρίς φόβον, με αγάπην. Εκατάλαβεν.

- Φύε, φύε να μεν σε θωρώ.
- Μανά κατάλαβε με, εν φεφκώ που λλόου σου.
- Φύε είπα σου τζιε να μεν ξανάρτεις.

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Πρωί.

Ευτυχώς ήρτε ο ύπνος. Μετά που ένα ατέλειωτο μαρτύριο 1 εβδομάδας και βάλε ήρτε. Τζιε ήταν σούητ. Ήταν καλή ιδέα 2 εφτομάδες καθήσιν. Επέστρεψα στο παλιό καλό ωράριο μου που νιώθω υγιής. ΠΠέφτεις 3-3μίση τζιοιμάσε 4 ξυπνάς 10-11-12 είσαι ΟΚ. Εν εκατάφερα να καταλάβω τούτην την πώρωση τον Κυπραίων να σηκωστούν πρωί. "ΝΑ σηκωστείς πρωίν, να κάμεις τες δουλειές σου που γλίορα να μεν τες έσιεις ύστερα, να έσιεις ούλλη την μέρα σου ελεύθερη." Ναί, σηκώννεσε που τα 7 χαράματα τζιε πίννεις 2 καφέδες να αννοίξει το μμάτι σου, ως τες 11 - 12 διά σου η πυρά που πάνω τζιε μαννέφκεις, μεσημέρι τρώεις τζιε νυστάζεις, αν δουλεύκεις τζιε δείλις πίννεις αλλό 2 καφέδες να σου φύει, αν όι ππέφτεις τζιε τζιοιμάσε όπως το γαούρι ως τες 6. Τζιε που τες 6 ως τες 10 που εννά ππέσεις για να σηκωστείς φρέσκος, κουτσοδούλια-χόμπυ-κοπελλούθκια φαί ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ, μετά ίντερνετ ή τηλεόραση, τζιε μετράς την ώρα αν έππεσες πριν τες 11 έσιει τσιάνς για ένα στα γλήρορα ειδεμί γύριζεις ράσιη τζιε μετράς ρεπάνια ώσπου να τζιημηθείς. Εν ζωή τούτη όι πέ μου. Ντάξει αν έσιεις κοπελλούθκια αλλάσει το πράμα αλλά αν μεν έσιεις γιατί να το κάμνεις?  Τζιε τα κοπελλούθκια, εν γίνετε να πηαίνουν λλίο πιο αργά σχολείο?
Γίνεται να λαλούν να αλλάξουν το ωράριο των κυβερνητικών τζιε να το πάρουν πιο τζιει καμμιάν ώρα, τζιε να έσιει πλάσματα ελεύθερους 30+ να λαλούν όι? Τζιε να προτιμούν να πάει το ωράριο μια ώρα πιο πριν για να φτάνουν τες "δουλειές" τους?

Ότι τζιε να μου πείτε η νύχτα εν πιο γλυτζιά.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013