Ήταν Οκτώβρης που σε ήβραμε τζιε μας ήβρες. Ήσουν μόνη σου
τζιε έπαιζες στην άκρια του δρόμου χωρίς να καταλάβεις ότι σε εξαπολήσαν. Μόλις
σου εφωνάξαμε ήρτες πρόθυμη. Ώσπου να σε φέρουμε σπίτι ελούθης του κλαμάτου.
Άμα τζιε είδες που ήρτες άρκεψες μονομιάς εξερεύνηση. Να μπείς παντού , να
τρυπώσεις όπου έσιει άνοιμμα να τα μυριστείς ούλλα, να τζιυλιστείς μες το χώμα.
Όπου θέλεις να πάεις αλλά όι, όι μες το Δρόμο. Ούλλος ο τόπος δικός σου αλλά όι
ο Δρόμος. Τον πρώτο μήνα εν σε εθέλαν εχτός εγώ τζιε ο Μ. Ήσουν μιτσιά τζιε
κλαμούρα τζιε εν επαρέτας να ανακατώνεις. Εβάλαμεν σε μες την αποθήκη που ήταν
μιάλη για σένα, τζιε είσιε τζιε σιήλια πράματα να παίξεις, να δακκάσεις, να
μυριστείς αλλά μόλις άννοιε η πόρτα ένα χιλιοστό ήσουν τζιαμέ να πεταχτείς.
Τζιε μόλις έκλειεν η πόρτα δώστου κλάμα. Εσυνήθισες όμως, γλήορα, έμαθες. Εν
εξαναείδα πλάσμα να μαθαίνει τόσο γλήορα. Μια θκύο τρείς έπιανες το νόημα δίχως
να σου δείξουν. Έκαμνες τζιε νάκκον της κκελές σου αλλά έτσι ένι οι καπάτσες. Μετά
είσιες δικό σου κλουβί. Ώσπου να μάθεις ίνταλως πάει το πράμα εφοάσουν τζιε
ετρώαν το φαί σου οι κάττοι. Μετά εθύμωνες τους, τελευταία έγινες πιο
καλοσυνάτη, έπαιζες νάκκον πελλόν τζιε άφηνες τους τζιε ετρώαν τζιε τζιήνοι.
Εμιάληνες τζιε έμαθε να ππηδάς. Εθώρες πλάσμα να σου κοντέφκει, δώστου αππήημα. Να πεταχτείς να γλύψεις. Εκπαίδευσες τζιε τον Μ. όποτε αππήδας να σε πιάνει πάνω του όπως το μωρό.
Με μένα εκάμνετε αγάπες, με τον Μ. εβουρούσετε, με τον Σ. λλίο τρίψιμο, με την Ι. τίποτε, με την Κ. παιδεμός για να σου φωνάζει τζιε ύστερα να μερώνετε, με τον Α. ελευθερία τζιε υποταγή. Εμβόλια, κούρεμα, κόψιμο τα νύσια, κολλάρα, αλύσους, σπιτούι, τροφές ξανά εμβόλια, ξανά κούρεμα,ξανά κόψιμο τα νύσια πρωτόγνωρα πράματα για το σπίτι μας. "Εν χτηνό θέλει έτσι πράματα?" "Ε πατέρα το χτηνό πρέπει να εν υγιές, χαρούμενο, ευτυχισμένο." Σιγά, σιγά εκατάλαβε.Έκαμες τον τζιε εκατάλαβε. Είσιες υπομονή με ούλλους αλλά παραπάνω με τον γέρο. Έξερες ότι εν ο τρόπος του, εννά σε μάθει, εννά έρτει κοντά σου σιγά σιγά. Σχεδόν 2 χρόνια που ήσουν μαζί μας τζιε άλλαξες μας. Ήρταμε ούλλοι πιο κοντά, εμαλάθκιανε τζιε ο γέρος. Ήρτε τζιε ο τζιερός σου να κάμεις μωρά τζιε δώστου οι μνηστήρες που γυρώ να κοντέφκουν. Ακούσαμεν πως σε εκατάφερε ένας μιτσής μαυρής. Εν το ελαλούσαμεν φωναχτά αλλά ούλλοι εθέλαμεν να σε δούμε να κάμνεις μωρά.
Τζιε η σχέση με τον γέρο να φουντώνει. Κάθε μέρα γυρούς, περιπάτους όπου επίεννε είσιε σε που δίπλα. Ως τζιε μες το αυτοκίνητο έβαλλεν σε. Τζιε εσύ τζιαμέ ατάραχη, να σου δια ο αέρας μες τα μούτρα τζιε να το απολαμβάνεις. Εμάθετε τα χούγια ο ένας του άλλου τζιε εβρίσκετε τα. Εν τζιε ήβρε τα ποττέ με άλλο χτηνό.
Ώσπου προχτές την Τετάρτη εχάθηκες. Έφαν τους τόπους να σε έβρει. Αρώτησεν τους ούλλους αν σε είδαν. Εχτές που μου το είπε ότι εχάθης εξιππάστηκα. Έθελα να σσιήσω τον κόσμο να σε έβρω.
"Που εννά πάεις? Εγύρεψα παντού, εννάρτει που μόνη της, κάπου εννά σκάλωσε."
Επεράσαν πέντε μέρες, εν εσκάλωσες πούποτε κάτι κακό έγινε. Αρώτησαν τον άλλο που είσαι. Ήβρεν σε την προηγούμενη είπε εν ήσουν καλά. Άνοιξα την πόρτα τζιε έφυα. Έπρεπε να σε δω για να πιστέψω.Κάθε αυλάτζι εθώρουν μέσα να σε έβρω τζιε άμα εν σε έβρισκα εγίνετουν ούλλο τζιε σιειρόττερο το θέαμα που επίστεφκα ότι ήταν να έβρω μες την κκελέ μου. Επόνησα το στομάσιη μου. Τελικά ήβρα σε πας την άκρια του δρόμου. Εν τζιε εκαταλάβεσουν. Πρέπει να ήσουν μέρες τζιαμέ. Κάποιον αυτοκίνητο θα σου εχτύπησε. Εν εκαταλάβεσουν, μόνο το κολάνι σου. Έπια το δρόμο για το στραφί. Έδωκε μου ο αέρας μες τα μούτρα, είδα σε για μια στιγμή ομπρός μου να σου φυσά τζιε σένα ο αέρας, να μισοκλείεις τα μμάθκια σου τζιε το στόμα σου μισάνοιχτο, τζιε εξαπολύθην η καρκιά μου.
Επήρεν σε τζιε σένα ο Δρόμος, όπως επήρεν τζιε τον Ντάνυ τζιε τον Φωστήρα τζιε ούλλα τα άλλα τα αθώα πλάσματα.
Εμιάληνες τζιε έμαθε να ππηδάς. Εθώρες πλάσμα να σου κοντέφκει, δώστου αππήημα. Να πεταχτείς να γλύψεις. Εκπαίδευσες τζιε τον Μ. όποτε αππήδας να σε πιάνει πάνω του όπως το μωρό.
Με μένα εκάμνετε αγάπες, με τον Μ. εβουρούσετε, με τον Σ. λλίο τρίψιμο, με την Ι. τίποτε, με την Κ. παιδεμός για να σου φωνάζει τζιε ύστερα να μερώνετε, με τον Α. ελευθερία τζιε υποταγή. Εμβόλια, κούρεμα, κόψιμο τα νύσια, κολλάρα, αλύσους, σπιτούι, τροφές ξανά εμβόλια, ξανά κούρεμα,ξανά κόψιμο τα νύσια πρωτόγνωρα πράματα για το σπίτι μας. "Εν χτηνό θέλει έτσι πράματα?" "Ε πατέρα το χτηνό πρέπει να εν υγιές, χαρούμενο, ευτυχισμένο." Σιγά, σιγά εκατάλαβε.Έκαμες τον τζιε εκατάλαβε. Είσιες υπομονή με ούλλους αλλά παραπάνω με τον γέρο. Έξερες ότι εν ο τρόπος του, εννά σε μάθει, εννά έρτει κοντά σου σιγά σιγά. Σχεδόν 2 χρόνια που ήσουν μαζί μας τζιε άλλαξες μας. Ήρταμε ούλλοι πιο κοντά, εμαλάθκιανε τζιε ο γέρος. Ήρτε τζιε ο τζιερός σου να κάμεις μωρά τζιε δώστου οι μνηστήρες που γυρώ να κοντέφκουν. Ακούσαμεν πως σε εκατάφερε ένας μιτσής μαυρής. Εν το ελαλούσαμεν φωναχτά αλλά ούλλοι εθέλαμεν να σε δούμε να κάμνεις μωρά.
Τζιε η σχέση με τον γέρο να φουντώνει. Κάθε μέρα γυρούς, περιπάτους όπου επίεννε είσιε σε που δίπλα. Ως τζιε μες το αυτοκίνητο έβαλλεν σε. Τζιε εσύ τζιαμέ ατάραχη, να σου δια ο αέρας μες τα μούτρα τζιε να το απολαμβάνεις. Εμάθετε τα χούγια ο ένας του άλλου τζιε εβρίσκετε τα. Εν τζιε ήβρε τα ποττέ με άλλο χτηνό.
Ώσπου προχτές την Τετάρτη εχάθηκες. Έφαν τους τόπους να σε έβρει. Αρώτησεν τους ούλλους αν σε είδαν. Εχτές που μου το είπε ότι εχάθης εξιππάστηκα. Έθελα να σσιήσω τον κόσμο να σε έβρω.
"Που εννά πάεις? Εγύρεψα παντού, εννάρτει που μόνη της, κάπου εννά σκάλωσε."
Επεράσαν πέντε μέρες, εν εσκάλωσες πούποτε κάτι κακό έγινε. Αρώτησαν τον άλλο που είσαι. Ήβρεν σε την προηγούμενη είπε εν ήσουν καλά. Άνοιξα την πόρτα τζιε έφυα. Έπρεπε να σε δω για να πιστέψω.Κάθε αυλάτζι εθώρουν μέσα να σε έβρω τζιε άμα εν σε έβρισκα εγίνετουν ούλλο τζιε σιειρόττερο το θέαμα που επίστεφκα ότι ήταν να έβρω μες την κκελέ μου. Επόνησα το στομάσιη μου. Τελικά ήβρα σε πας την άκρια του δρόμου. Εν τζιε εκαταλάβεσουν. Πρέπει να ήσουν μέρες τζιαμέ. Κάποιον αυτοκίνητο θα σου εχτύπησε. Εν εκαταλάβεσουν, μόνο το κολάνι σου. Έπια το δρόμο για το στραφί. Έδωκε μου ο αέρας μες τα μούτρα, είδα σε για μια στιγμή ομπρός μου να σου φυσά τζιε σένα ο αέρας, να μισοκλείεις τα μμάθκια σου τζιε το στόμα σου μισάνοιχτο, τζιε εξαπολύθην η καρκιά μου.
Επήρεν σε τζιε σένα ο Δρόμος, όπως επήρεν τζιε τον Ντάνυ τζιε τον Φωστήρα τζιε ούλλα τα άλλα τα αθώα πλάσματα.
Που το είπαμε του γέρου απάντησε μου εν πειράζει εννά έβρουμε άλλον
τζιε γιατί εν σε έθαψεν κανένας. Είπα του να πάμεν να σε δούμεν τζιε είπε
"Φύε ολάν που δαμέ." Έμαθες τον ως τωρά, επείραξεν τον πολλά.
Άλλαξες μας την ζωή μας, τες σχέσεις μας, που μόνη σου. Μακάρι η ψυσιή σου να βρει ανάπαυση.
Μαργαρίτα.
Άλλαξες μας την ζωή μας, τες σχέσεις μας, που μόνη σου. Μακάρι η ψυσιή σου να βρει ανάπαυση.
Μαργαρίτα.
Μάνα μου ρε, εγεμώσαν τα μάθκια μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουμεν κι εμείς μία σκυλίτσα και εν και ο δικός μου φόβος να φκει έξω στον δρόμο.
Άτε τωρά :(
:-(
ΑπάντησηΔιαγραφήΈπαθα το κάτι παρόμοιο με την γατούλα μου. Εν πολλά sad γιατί εν κομμάτι σου τα ζωάκια :-(
ΑπάντησηΔιαγραφήΚρίμα ρε....
ΑπάντησηΔιαγραφή