Ήταν όφκερος.
Που ιδέες, που έννοιες, που σκέψεις όφκερος.
Οδήγαν τζιε εν έξερε που επήεννε, εθώρε τζιε εν εθώρε, τούντη φορά ήταν σε ελεύθερη πτώση.
Έφκαλε τον ο δρόμος του στο παιδικό του δωμάτιο. «Δαμέ εννά ππέσω τζιε εννά μείνω. Δαμέ αν ππέσω τζιε εν ξανασηκωστώ εννά είμαι ευτυχισμένος. Δαμέ που εν θα πειράζω κανέναν».
Μες το κρεβάτι που αναγιώθηκε. Έδωκε μέσα τζιε ανακατώθηκε. Τα πόθκια του εκρέμμουνταν πόξω αλλά εν τον έκοφτε. Εμυρίστηκε τα σεντόνια, εμυρίζαν ακόμα κοπελλούι. Εφάτσιησε καμπόσους γυρούς ώσπου να βρει την στάση που τον εβόλεφκε. Έθελε να τριφτεί πας το πάπλωμα, να πάει η μυρωθκιά πάνω του, πας τα σιέρκα του τζιε το ζιυνίσχη, να μπει μες την πέτσα του τζιε να μείνει.
Που ιδέες, που έννοιες, που σκέψεις όφκερος.
Οδήγαν τζιε εν έξερε που επήεννε, εθώρε τζιε εν εθώρε, τούντη φορά ήταν σε ελεύθερη πτώση.
Έφκαλε τον ο δρόμος του στο παιδικό του δωμάτιο. «Δαμέ εννά ππέσω τζιε εννά μείνω. Δαμέ αν ππέσω τζιε εν ξανασηκωστώ εννά είμαι ευτυχισμένος. Δαμέ που εν θα πειράζω κανέναν».
Μες το κρεβάτι που αναγιώθηκε. Έδωκε μέσα τζιε ανακατώθηκε. Τα πόθκια του εκρέμμουνταν πόξω αλλά εν τον έκοφτε. Εμυρίστηκε τα σεντόνια, εμυρίζαν ακόμα κοπελλούι. Εφάτσιησε καμπόσους γυρούς ώσπου να βρει την στάση που τον εβόλεφκε. Έθελε να τριφτεί πας το πάπλωμα, να πάει η μυρωθκιά πάνω του, πας τα σιέρκα του τζιε το ζιυνίσχη, να μπει μες την πέτσα του τζιε να μείνει.
Τζίηντο αθώο κοπελλούι που εν είσιε έννοιες, που ούλλος ο
κόσμος εφαίνετουν του ένα παιχνίδι. Μια απλωσιά για ανακαλύψεις. Χωράφκια
γεμάτα αγκάθκια τζιέ φκιόρα τζιε αλιζάβρες τζιε λίμπουρους τζιε ζίζιρους.
Δοξαμένες με βορτάκους τζιε κουνουππόψαρα. Ελαμπουρίζαν τα μμάθκια του.
Επροσπάθησεν άννοιξε τα όσο παραπάνω εμπόρεν, να μοίασει του μιτσή που είσιε
που μέσα του, τζιήντου μιτσή που τα εθώρε τούτα ούλλα θησαυρόν.
Χωρίς πλάσματα όμως, εν έθελε πλάσματα. Που ήταν μιτσής εφοάτουν τα, απόφευγεν τα. Εχαλούσαν του τα ούλλα. Τζιε ειδικά ο γέρος. Έπιαννε του το κουππί που εσύναε τους τσιρίπιλλους τζιε εσιόνωννεν του το, εκλώτσαν του τα βουνάρκα που έκαμνε τάχα μου να φυτέψει, εξαπόλαν τους βορτάκους πίσω στη δοξαμένη. «Πότε εννά γινείς άδρωπος τζιε να παρετήσεις να νεκατώνεις μες τες ξιμαρισιές? Έλα δα μιτά μου να κάμουμε τες δουλειές».
Παρπάτημα, αναστεναγμός. Αναγνώρισε τους ήχους το κορμί του μονομιάς. Η καρκιά του άρκεψε τζιε φάκκα δυνατά όπως τότε που έρκετουν να τον βάλει σε τάξη. Έφκεννε πάνω πάνω η απελπισία. Εσηκώστηκε τζιε εξεροκατάπιε. «Όι, τούντη φορά ρε γέρο εννά λοαρκαστούμε. Εν σε φοούμε πιον.» Έβαλε το βλέμμα το δολοφονικό. Έξερε το ότι όποιον τζιε αν εθώρε με το βλέμμα το δολοφονικό έπιαννε το νόημα. Εννά πεχτεί ξύλο. Άρεσε του ενθουσιάστηκε. Σχεδόν επανηγύριζε. Επαρπάταν γλίορα προς τον στόχο.
Άκουσε τον ο γέρος, εσταμάτησε τζιε εκράταν την αναπνοή του. «Ήρτες γιέ μου?».
Έκοψε του την φόρα. Έσπασε που μέσα του. Επρόλαβεν να πεί ένα ξερό «Ναι» σαν έρεσσε βουρητός που δίπλα του, τζιε έδωκε έξω της πόρτας, μες το αυτοκίνητο τζιε έφυε. Οδήγαν για κανένα πεντάλεπτο μισοπνιμένος, έφκενε η αναπνοή του κόμπο κόμπο. Είδε μες τον καθρέφτη τον δολοφόνο. Εσταμάτησε όπως όπως. «Εν τζιε φέφκει έτσι εύκολα άμαν το φορήσεις.Επρόλαβε τζιε είδε το ο γέρος τζιε εκατάλαβε. Τζιε ναί τζιε τζιήνος μετανώνει που του τα κρατάς ακόμα». Ανοίξε τζιε εφκήκαν ούλλα. Δάκρυα, μύξες, σάλια, δρώμα, ππουνιές, κλωτσιές, απελευθερώθην ο μιτσής έπιαε σιερκές τον αγριεμένο έφηβο τζιε εστέκουνταν ομπρός του εφκερώσαν την πτέρυγα του εγκεφάλου.
Ησύχασεν, το βάρος πας το στήθος του ετριπλασιάστηκεν, το κενό μες το κρανίο έφερνεν του νοσταλγία.Έβαλεν τον έφηβο τζιε έπνιξε τον μιτσή, τζιε ύστερα έκοψε την κκελέ του εφήβου. Έπνασεν νάκκουρίν, η κατζία στην καρκιά έκρουζεν τον ακόμα. Έπιαεν το νουρίν της τζιε έσφιξε το, τζιήντο κομματούι με την αγάπη τζιε το μίσος μαζί, με την αγκάλην τζιε το ξύλο, ώσπου τζιε εμάυρισεν το γέμαν που είσχε τζιε επέτρωσεν. «Αλλό ναν κομμάτι να βαρεί, αλλό ναν κομμάτι που εν θα ξανανώσει, αλλό ναν κομμάτι όφκερο, αλλό ναν κομμάτι πας τον ρότσο που μιαλινίσκει».
Εξεκίνησε τζιε έφυε. Έμεινεν μόνος του με τον άδρωπο. Αγκάλιασεν τον. Οι αδρώποι εν απελπίζονται διούν ππουνιά τζιε προχωρούν.
Χωρίς πλάσματα όμως, εν έθελε πλάσματα. Που ήταν μιτσής εφοάτουν τα, απόφευγεν τα. Εχαλούσαν του τα ούλλα. Τζιε ειδικά ο γέρος. Έπιαννε του το κουππί που εσύναε τους τσιρίπιλλους τζιε εσιόνωννεν του το, εκλώτσαν του τα βουνάρκα που έκαμνε τάχα μου να φυτέψει, εξαπόλαν τους βορτάκους πίσω στη δοξαμένη. «Πότε εννά γινείς άδρωπος τζιε να παρετήσεις να νεκατώνεις μες τες ξιμαρισιές? Έλα δα μιτά μου να κάμουμε τες δουλειές».
Παρπάτημα, αναστεναγμός. Αναγνώρισε τους ήχους το κορμί του μονομιάς. Η καρκιά του άρκεψε τζιε φάκκα δυνατά όπως τότε που έρκετουν να τον βάλει σε τάξη. Έφκεννε πάνω πάνω η απελπισία. Εσηκώστηκε τζιε εξεροκατάπιε. «Όι, τούντη φορά ρε γέρο εννά λοαρκαστούμε. Εν σε φοούμε πιον.» Έβαλε το βλέμμα το δολοφονικό. Έξερε το ότι όποιον τζιε αν εθώρε με το βλέμμα το δολοφονικό έπιαννε το νόημα. Εννά πεχτεί ξύλο. Άρεσε του ενθουσιάστηκε. Σχεδόν επανηγύριζε. Επαρπάταν γλίορα προς τον στόχο.
Άκουσε τον ο γέρος, εσταμάτησε τζιε εκράταν την αναπνοή του. «Ήρτες γιέ μου?».
Έκοψε του την φόρα. Έσπασε που μέσα του. Επρόλαβεν να πεί ένα ξερό «Ναι» σαν έρεσσε βουρητός που δίπλα του, τζιε έδωκε έξω της πόρτας, μες το αυτοκίνητο τζιε έφυε. Οδήγαν για κανένα πεντάλεπτο μισοπνιμένος, έφκενε η αναπνοή του κόμπο κόμπο. Είδε μες τον καθρέφτη τον δολοφόνο. Εσταμάτησε όπως όπως. «Εν τζιε φέφκει έτσι εύκολα άμαν το φορήσεις.Επρόλαβε τζιε είδε το ο γέρος τζιε εκατάλαβε. Τζιε ναί τζιε τζιήνος μετανώνει που του τα κρατάς ακόμα». Ανοίξε τζιε εφκήκαν ούλλα. Δάκρυα, μύξες, σάλια, δρώμα, ππουνιές, κλωτσιές, απελευθερώθην ο μιτσής έπιαε σιερκές τον αγριεμένο έφηβο τζιε εστέκουνταν ομπρός του εφκερώσαν την πτέρυγα του εγκεφάλου.
Ησύχασεν, το βάρος πας το στήθος του ετριπλασιάστηκεν, το κενό μες το κρανίο έφερνεν του νοσταλγία.Έβαλεν τον έφηβο τζιε έπνιξε τον μιτσή, τζιε ύστερα έκοψε την κκελέ του εφήβου. Έπνασεν νάκκουρίν, η κατζία στην καρκιά έκρουζεν τον ακόμα. Έπιαεν το νουρίν της τζιε έσφιξε το, τζιήντο κομματούι με την αγάπη τζιε το μίσος μαζί, με την αγκάλην τζιε το ξύλο, ώσπου τζιε εμάυρισεν το γέμαν που είσχε τζιε επέτρωσεν. «Αλλό ναν κομμάτι να βαρεί, αλλό ναν κομμάτι που εν θα ξανανώσει, αλλό ναν κομμάτι όφκερο, αλλό ναν κομμάτι πας τον ρότσο που μιαλινίσκει».
Εξεκίνησε τζιε έφυε. Έμεινεν μόνος του με τον άδρωπο. Αγκάλιασεν τον. Οι αδρώποι εν απελπίζονται διούν ππουνιά τζιε προχωρούν.
Aytoviografiko? Esheis oraia roi logou pantos, xairomai na vlepo to neo aima (oi pos eimai kanas paliouras ego) na kineitai.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌι ακριβώς Πάνικ, λλίες δικές μου εμπειρίες λλίο φαντασία, λλίο που ούλλα.
ΔιαγραφήThanks