Βαθιά εισπνοή, εκπνοή αργή τζιε πριν τελειώσει σφίξιμο.
Βάλλει τα κλειθκιά στην πόρτα τζιε μπαίνει. Τζιήνη εν πας τον καναπέ, βάφει τα
νύσια της τζιε θωρεί τηλεόραση. Έσιει ακόμα έναν αέρα της γεναίκας που
ερωτεύτηκε, περνά κλεφτά που το νου να την βάλει που κάτω έτσι όπως ένι με το
κοντό τζιε την τελαντωτή. Πάει να της κοντέψει τζιε πνίεται που την μυρωθκιά του ασετού τζιε του μανόν. Γυρίζει
πάνω του,θωρεί τον, παραπάνω σφίξιμο.
- Ήρτες?
- Ναί.
- Τι σου είπε?
- Τα συνηθισμένα.(σφίξιμο)
- Δηλαδή?
- Να προσέχεις το φαί σου, να γυμνάζεσαι .... (ανακούφιση)
- Τζιέ?
- ... να μεν αγχώνεσε (σφίξιμο).
- Είδες που σου είπα? Εν μαλακίες που κάμνεις.
- ΜΑ ΙΝΤΑ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΕ. (σφίξιμο,γιέμα στη κκελέ)
- Οκέϋ κάμε ότι σου καπνίσει. Έδωκε σου τίποτε?
- (ανακούφιση, ελπίδα). Ναι κάτι χάπια ...
- Οκέϋ βάρτα κάπου να μεν ξιάσεις να τα πίννεις.
(ποφύσημα, απελπισία)
Πάει τζιε ππέφτει μες το κρεβάτι τζιε θωρεί το ταβάνι. "Έσχιης σοβαρό πρόβλημα στην καρδία, πρέπει να πάεις νοσοκομείο επειγόντως να σε βάλουν μέσα, ειδεμί με την παραμικρή ένταση εννά σπάσει πάνω σου.". Ναι ρε γιατρούι εν έτσι που μπαίνουν μέσα. Γιατί ενόμισες ότι ως δαμέ που έφτασα εν που άκουα τον καθένα τι μου ελάλε: "μεν πάεις μες τα νερά εννά αρρωστήσεις", "μεν του αντιμιλάς τζιε εννά σε κουπανήσει" , "μεν πάεις να της μιλήσεις εννά σε φτύσει", "μεν παντρεφτείς είσαι μιτσής", "μεν πιάεις τόσο δάνειο εννά μεν μπορείς να πιερώσεις", "μεν ακουείς της γεναίκας τζιε εννά πετάσσεις τα ριάλια σου"... Εν θα έφτανα ως δαμέ. Άτε άσσιχτιρ. Ενόμισες εν έτσι που εννά με βάλεις πουκάτω.
Έρκεται στο δωμάτιο, θωρεί ακόμα το ταβάνι, αλλά μυρίζει τον ασετόν:
- Πρέπει να μιλήσουμε.
- Έλα ππέσε δαμέ δίπλα μου τζιε να μου πείς ότι θέλεις (απελπισία)
- Όι δαμέ εννά μείνω. Γιατί εν μου μιλάς?
- Μιλώ σου. (σφίξιμο)
- Στες θκύο κουβέντες που λαλούμε την τρίτη φωνάζεις.
- ΕΝ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΠΟΥ ΛΑΛΕΙΣ. (σφίξιμο,γιέμα στη κκελέ)
- Έτο φωνάζεις, τζιε γιατί εν με θέλεις?
- (σφίξιμο, γίεμα στη κκελέ, κάψιμο στο στήθος, ποφύσημα) Θέλω σε.
- Πελλάρες, έσιει 6 μήνες που έρκεσε έσσω τζιε μόνο φωνές τζιε ύπνο. Εν είμαι γεναίκα εγώ?
- Είσαι. (ανακούφιση, νέο σφίξιμο)
- Εεεε έκαμα σου τίποτε τζιε εν το ξέρω?
- Όι τίποτε εν μου έκαμες. (κάψιμο)
- Ξέρω εν δύσκολο τωρά στη δουλειά που σας επολλήναν τες ώρες, αλλά εγώ τι φταίω?
- Εν φταίεις. (εκνευρισμός)
- Ε άσσιχτιρ, εννά μου μιλάς όξα?
- Είμαι λλίο κουρασμένος.Έλα ππέσε λλίο δαμέ δίπλα μου τζιε να σου πώ ότι θέλεις. (υποταγή).
Έρκετε ππέφτει δίπλα του τζιε τζίηνη τζιε θωρεί το ταβάνι. Τραβά την κοντά όπως εππέφταν είκοσι χρόνια τωρά. Να την προσέχει μες την αγκάλη του. Ανακούφιση, επιβεβαίωση. Ναί ρε, εγιώ είμαι τζιήνος που τα προσέχει ούλλα, εγιώ τα έκαμα ούλλα δαμέσα, εγιώ έχω την έννοια σας. Τζιέ άμαν είμαι δαμέ εν έσιετε κανένα ανάγκη. Κάφκουν τον τα μάθκια του. Τρέχουν βραστά αυλακούθκια τζιε τζιήνος ατάραχος.
- Κλαίεις?
- ......... (σιωπηλός πνιγμός)
- Γιατί κλαίεις?
- (πνιγμός) Εν που σιέρουμε που είμαστε δαμέ.
- Είδες ίνταλως τα καταφέραμε τζιε αγχώνεσουν?
- (ανακούφιση) Ναι.
- Να προσέχεις τζιε έχω την έννοια σου. Τα μωρά αρωτούν με γιατί αρκείς να έρτεις.
- Προσέχω μεν έσχιης έννοια. (σφίξιμο).
- Ούλλα εννά παν καλά?
- Ναι μεν φοάσε. (πνιγμός)
- Επεθύμησα σε.
- Τζιε εγώ. (ανακούφιση)
Σμιούνται τα κορμιά τους, φιλιούνται σίουρα όπως τους έμπειρους εραστές. Εν έσιει εκπλήξεις δαμέ. Αναστενάζει πρώτη, τζιείνος σφίγκεται τζιε φκαίνει ο αναστεναγμός του βρυχηθμός. Κινούνται αργά, υπνωτικά, ρυθμικά. Πιάννει την που την μέση, τζιε σφίγγει την να μπουν τα δάχτυλα του μες το δέρμα της. Τελιώνουν μαζί τζιε ππέφτουν σε λήθαργο. Εν εξαναξύπνησε.
- Ήρτες?
- Ναί.
- Τι σου είπε?
- Τα συνηθισμένα.(σφίξιμο)
- Δηλαδή?
- Να προσέχεις το φαί σου, να γυμνάζεσαι .... (ανακούφιση)
- Τζιέ?
- ... να μεν αγχώνεσε (σφίξιμο).
- Είδες που σου είπα? Εν μαλακίες που κάμνεις.
- ΜΑ ΙΝΤΑ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΕΝ ΕΧΩ ΤΙΠΟΤΕ. (σφίξιμο,γιέμα στη κκελέ)
- Οκέϋ κάμε ότι σου καπνίσει. Έδωκε σου τίποτε?
- (ανακούφιση, ελπίδα). Ναι κάτι χάπια ...
- Οκέϋ βάρτα κάπου να μεν ξιάσεις να τα πίννεις.
(ποφύσημα, απελπισία)
Πάει τζιε ππέφτει μες το κρεβάτι τζιε θωρεί το ταβάνι. "Έσχιης σοβαρό πρόβλημα στην καρδία, πρέπει να πάεις νοσοκομείο επειγόντως να σε βάλουν μέσα, ειδεμί με την παραμικρή ένταση εννά σπάσει πάνω σου.". Ναι ρε γιατρούι εν έτσι που μπαίνουν μέσα. Γιατί ενόμισες ότι ως δαμέ που έφτασα εν που άκουα τον καθένα τι μου ελάλε: "μεν πάεις μες τα νερά εννά αρρωστήσεις", "μεν του αντιμιλάς τζιε εννά σε κουπανήσει" , "μεν πάεις να της μιλήσεις εννά σε φτύσει", "μεν παντρεφτείς είσαι μιτσής", "μεν πιάεις τόσο δάνειο εννά μεν μπορείς να πιερώσεις", "μεν ακουείς της γεναίκας τζιε εννά πετάσσεις τα ριάλια σου"... Εν θα έφτανα ως δαμέ. Άτε άσσιχτιρ. Ενόμισες εν έτσι που εννά με βάλεις πουκάτω.
Έρκεται στο δωμάτιο, θωρεί ακόμα το ταβάνι, αλλά μυρίζει τον ασετόν:
- Πρέπει να μιλήσουμε.
- Έλα ππέσε δαμέ δίπλα μου τζιε να μου πείς ότι θέλεις (απελπισία)
- Όι δαμέ εννά μείνω. Γιατί εν μου μιλάς?
- Μιλώ σου. (σφίξιμο)
- Στες θκύο κουβέντες που λαλούμε την τρίτη φωνάζεις.
- ΕΝ ΜΑΛΑΚΙΕΣ ΠΟΥ ΛΑΛΕΙΣ. (σφίξιμο,γιέμα στη κκελέ)
- Έτο φωνάζεις, τζιε γιατί εν με θέλεις?
- (σφίξιμο, γίεμα στη κκελέ, κάψιμο στο στήθος, ποφύσημα) Θέλω σε.
- Πελλάρες, έσιει 6 μήνες που έρκεσε έσσω τζιε μόνο φωνές τζιε ύπνο. Εν είμαι γεναίκα εγώ?
- Είσαι. (ανακούφιση, νέο σφίξιμο)
- Εεεε έκαμα σου τίποτε τζιε εν το ξέρω?
- Όι τίποτε εν μου έκαμες. (κάψιμο)
- Ξέρω εν δύσκολο τωρά στη δουλειά που σας επολλήναν τες ώρες, αλλά εγώ τι φταίω?
- Εν φταίεις. (εκνευρισμός)
- Ε άσσιχτιρ, εννά μου μιλάς όξα?
- Είμαι λλίο κουρασμένος.Έλα ππέσε λλίο δαμέ δίπλα μου τζιε να σου πώ ότι θέλεις. (υποταγή).
Έρκετε ππέφτει δίπλα του τζιε τζίηνη τζιε θωρεί το ταβάνι. Τραβά την κοντά όπως εππέφταν είκοσι χρόνια τωρά. Να την προσέχει μες την αγκάλη του. Ανακούφιση, επιβεβαίωση. Ναί ρε, εγιώ είμαι τζιήνος που τα προσέχει ούλλα, εγιώ τα έκαμα ούλλα δαμέσα, εγιώ έχω την έννοια σας. Τζιέ άμαν είμαι δαμέ εν έσιετε κανένα ανάγκη. Κάφκουν τον τα μάθκια του. Τρέχουν βραστά αυλακούθκια τζιε τζιήνος ατάραχος.
- Κλαίεις?
- ......... (σιωπηλός πνιγμός)
- Γιατί κλαίεις?
- (πνιγμός) Εν που σιέρουμε που είμαστε δαμέ.
- Είδες ίνταλως τα καταφέραμε τζιε αγχώνεσουν?
- (ανακούφιση) Ναι.
- Να προσέχεις τζιε έχω την έννοια σου. Τα μωρά αρωτούν με γιατί αρκείς να έρτεις.
- Προσέχω μεν έσχιης έννοια. (σφίξιμο).
- Ούλλα εννά παν καλά?
- Ναι μεν φοάσε. (πνιγμός)
- Επεθύμησα σε.
- Τζιε εγώ. (ανακούφιση)
Σμιούνται τα κορμιά τους, φιλιούνται σίουρα όπως τους έμπειρους εραστές. Εν έσιει εκπλήξεις δαμέ. Αναστενάζει πρώτη, τζιείνος σφίγκεται τζιε φκαίνει ο αναστεναγμός του βρυχηθμός. Κινούνται αργά, υπνωτικά, ρυθμικά. Πιάννει την που την μέση, τζιε σφίγγει την να μπουν τα δάχτυλα του μες το δέρμα της. Τελιώνουν μαζί τζιε ππέφτουν σε λήθαργο. Εν εξαναξύπνησε.
!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήσάννα τζι έννεν "happy" ending...
Ναί έννεν happy.
ΔιαγραφήΑνατριχιαστικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό το πρωί που το διάβασα νιώθω ένα σφίξιμο.
Να τα αποφεύγω τούτου του είδους τα πρωινά?
Διαγραφήγουότ δε φακ;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς το παιδί.
ΔιαγραφήΕίχα όρεξη νόου γόρρις.
ο! που ήσουν εσύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήμα δε ναμπου κρύφκει ο κωλ
χρωστώ σου sarcasm για ούλλα τα δικά σου κκόμμεντς :P
ps. paizei na stamatisoume na apodiknioume oti en imaste robot ?
Είμουν δαμέ. Έστηννα την φάση.
ΔιαγραφήSarcasm? Be my guest!
ps: εν σου καταλάβω
καθε φορά που καμνω κκόμεντ λαλεί να βάλω κωδικό επαλήθευσης, εν λλίο πρήχτικο
Διαγραφήφύε το, μες τα σεττινγκς
Χέλμουτ Κώλ, you are no ordinary man
ΑπάντησηΔιαγραφήBut I am Mayuri-Sama
ΔιαγραφήI trully am.
Welcome